μετάλλευμα

μετάλλευμα
Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ. βρίσκονται συνήθως σε μορφή χημικών ενώσεων, όπως θειούχων, ανθρακούχων, πυριτιούχων ή και ως μείγματα χημικών ενώσεων ή ακόμα σε μορφή οξειδίων. Αυτές οι ενώσεις των μετάλλων περιέχουν διάφορες άχρηστες ουσίες, δηλαδή ενώσεις μη μεταλλικές, που πρέπει να αφαιρεθούν. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός το μ. υποβάλλεται πρώτα σε επεξεργασία καθαρισμού, απομόνωσης και συγκέντρωσης με διάφορους τρόπους, όπως η θραύση, η λειοτρίβηση, η μαγνητική διαλογή και στη συνέχεια συντελείται διαχωρισμός του μετάλλου ή με πλύση ή με εμφύσηση ρεύματος αέρα ή με τη μέθοδο επίπλευσης, μέσα σε υγρά κατάλληλης πυκνότητας (εμπλουτισμός του μ.). Μετά την ολοκλήρωση όλων αυτών των εργασιών το μέταλλο, που έχει πια απομονωθεί, είναι έτοιμο να υποβληθεί σε μεταλλουργικές επεξεργασίες. Η οικονομική σημασία των μ. δεν είναι πάντοτε η ίδια, αλλά εξαρτάται από την, κατά περιόδους, ζήτηση για τις διάφορες εφαρμογές, οι οποίες προσαρμόζονται στην τεχνολογική εξέλιξη. Η χώρα μας παρουσιάζει ιδιαίτερο μεταλλευτικό ενδιαφέρον, αφού η μεταλλογενετική δράση υπήρξε έντονη. Πολλά από τα μεταλλοφόρα κοιτάσματά της υπόκεινται σε εντατική και συστηματική εκμετάλλευση, ενώ υπάρχουν και άλλα τα οποία δεν έχει ακόμα ερευνηθεί κατά πόσον είναι εκμεταλλεύσιμα και άλλα τα οποία δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη. Ωστόσο νέα μεταλλοφόρα κοιτάσματα έρχονται διαρκώς στο φως. Τα πλουσιότερα μ., με μεγάλη αξία για την εθνική οικονομία της Ελλάδας, είναι οι βωξίτες, τα μεταλλεύματα νικελίου, οι χρωμίτες, τα μεικτά θειούχα μ. γαληνίτη, σφαλερίτη και σιδηροπυρίτη, τα μ. του σιδήρου, του μαγνησίου (λευκόλιθος), του μαγγανίου (πυρολουσίτης), του χαλκοπυρίτη κ.ά. Μεικτό θειούχο μετάλλευμα από τα μεταλλεία Κασσάνδρας Χαλκιδικής? η ορυκτολογική του σύσταση είναι πολύπλοκη. Αναφέρεται με την επωνυμία BPG (Blende-pyrite-galene) εξαιτίας της περιεκτικότητάς του στα τρία θειούχα ορυκτά σφαλερίτη, σιδηροπυρίτη και γαληνίτη, τα οποία παράγονται με διαφορική επίπλευση. Σιδηροπυρίτης, από τα μεταλλεία Κασσάνδρας Χαλκιδικής: εξαιτίας της περιεκτικότητάς του σε θείο, χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παραγωγή θειικού οξέος, ενώ ο σίδηρος ως υποπροϊόν. Χρωμίτης, από τα μεταλλεία Βούρινου Κοζάνης (μορφή λεοπάρδαλης): σε φυσική κατάσταση η περιεκτικότητά του σε Cr2O3 είναι 20%, γι’ αυτό απαιτεί εμπλουτισμό, οπότε ανεβαίνει σε 53%. Μεικτό θειούχο μετάλλευμα από τα μεταλλεία Κασσάνδρας Χαλκιδικής? η ορυκτολογική του σύσταση είναι πολύπλοκη. Αναφέρεται με την επωνυμία BPG (Blende-pyrite-galene) εξαιτίας της περιεκτικότητάς του στα τρία θειούχα ορυκτά σφαλερίτη, σιδηροπυρίτη και γαληνίτη, τα οποία παράγονται με διαφορική επίπλευση.
* * *
το [μεταλλεύω]
1. κάθε ορυκτή ύλη που περιέχει σε σημαντική αναλογία χρήσιμα μέταλλα, τα οποία χρειάζονται φυσική, χημική ή θερμική κατεργασία για να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία
2. (γενικά) κάθε ορυκτή ύλη που επιδέχεται επικερδή εκμετάλλευση, π.χ. το θείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετάλλευμα — το, ατος κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερουσίτης ή λευκό μολυβδούχο μετάλλευμα — Ορυκτό με χημικό τύπο PbCO3 (ανθρακικός μόλυβδος).Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του εμφανίζονται σε ποικίλο σχήμα (βελονοειδείς, οβελοειδείς, με ραβδώσεις κ.ά.). Σχηματίζει συχνά δεσμίδες με πυραμιδική ή πρισματική μορφή… …   Dictionary of Greek

  • βωξίτης — Μετάλλευμα που αποτελεί πρώτη ύλη για την παρασκευή αλουμίνας, η οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλουμινίου. Η ονομασία (διεθνώς bauxite) προέρχεται από το γαλλικό χωριό Le Baux της Προβηγκίας, όπου βρέθηκαν τα πρώτα κοιτάσματά του. Χημικά… …   Dictionary of Greek

  • αργυρίτης — Μετάλλευμα αργύρου, ορυκτό του θειούχου αργύρου. Κρυσταλλώνεται σε κυβικούς κρυστάλλους. Λιώνει εύκολα και διαλύεται στο νιτρικό οξύ. * * * ο (Α ἀργυρίτης,ο κ. ἀργυρῑτις, ιτιδος, η) η άμμος ή το χώμα που περιέχουν άργυρο νεοελλ. φυσικός θειούχος… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… …   Dictionary of Greek

  • τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • αμαλγάμωση — ή αμαλγαμάτωση, η Χημ. 1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο* και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα 2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα 3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”